ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ



Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους. Έτσι, γίνεται λόγος για ελεύθερη πτώση των βαρών, όταν αυτά πέφτουν με κατεύθυνση το κέντρο της Γης, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητας, χωρίς την παρεμβολή ενός εμποδίου που θα μπορούσε να τροποποιήσει τη φυσική τους κίνηση.

Κατά μία περισσότερο εξειδικευμένη ερμηνεία του όρου, η ε. αναφέρεται σε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, στο μέτρο που με αυτήν εκδηλώνεται μια ικανότητα πρωτοβουλίας, η οποία δεν δεσμεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις και αναγκαιότητες. Στην περίπτωση αυτή η ε. ταυτίζεται με την ε. επιλογής. Επειδή, όμως, κάθε επιλογή προϋποθέτει μια ιεράρχηση στόχων και συνεπώς και ένα κριτήριο διάκρισης μεταξύ τους, και η ε. με την έννοια της επιλογής προϋποθέτει τον σεβασμό κάποιου νόμου.


Στην περίπτωση αυτή, η ε. δεν εκφράζει πραγματική, αλλά δυνητική αξία, η οποία σχετίζεται με την ευθύνη του υποκειμένου που δρα και διατηρεί την ισχύ της ακόμα και όταν δεν τηρείται. Έτσι, από την έννοια του επιστημονικού νόμου μεταβαίνουμε σε εκείνη του ηθικού νόμου, με βάση τον οποίο συνάγεται η έννοια της ηθικής ε. ως αναγκαιότητας, την οποία αποδεχόμαστε συνειδητά και ορθολογικά. Στο πλαίσιο αυτό, ηθικά ελεύθερος είναι ο σοφός ή, πιο απλά, ο χρηστός άνθρωπος, ο οποίος δρα αφού υπερβαίνει τα εφήμερα πάθη και τις επιθυμίες, συμμορφούμενος προς την αντικειμενική πορεία της πραγματικότητας (στωικοί, Σπινόζα, Χέγκελ).

Επειδή, όμως, για τις πράξεις του καλείται να λογοδοτήσει όχι μόνο εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με έναν ηθικό κανόνα αλλά προπάντων εκείνος που τον παραβαίνει, γίνεται κατανοητό γιατί ήδη από την αρχαιότητα το πρόβλημα της ε. επεκτάθηκε από την ηθική θέληση στη θέληση γενικά. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, επειδή ο ίδιος αποτελεί την αρχή των πράξεών του (Αριστοτέλης), τον απόλυτο αυτοπροσδιορισμό και την αιτία του εαυτού του (causa sui).

Ο Κικέρων και οι επικούρειοι (οι τελευταίοι αντίθετα με τη μοιρολατρία των στωικών) παρέλαβαν και επεξεργάστηκαν την έννοια με διαφορετικές προθέσεις και τρόπους. Αργότερα, η έννοια της ε. κυριάρχησε στη χριστιανική σκέψη από τον Ωριγένη έως τον Όκαμ, όπου αναφερόταν συχνά στις θεολογικές συζητήσεις σχετικά με τη θεία χάρη. Στη νεότερη και στη σύγχρονη σκέψη τη συναντούμε στον Λάιμπνιτς, στον Καντ και στο γαλλικό φιλοσοφικό ρεύμα της πνευματοκρατίας, από τον Μεν ντε Μπιράν έως τον Μπερξόν.

Ο Καντ υποστήριξε πως η συμπεριφορά ενός ανθρώπου διέπεται από τον νόμο της αιτιότητας υπό δύο διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, οι πράξεις του ανθρώπου ακολουθούν μια συνέχεια στον χρόνο και συνεπώς δεν ξεφεύγουν από έναν άκαμπτο ντετερμινισμό, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή μόνο μια περιγραφική θεώρηση των ηθών, χωρίς την ύπαρξη ηθικών κριτηρίων.

Κατά τη δεύτερη άποψη, αντίθετα, θα πρέπει να θεωρείται ότι οι πράξεις του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε οποιαδήποτε κίνητρα (εξωτερικά ή εσωτερικά), και συνεπώς αναφέρονται σε μια αιτιώδη δύναμη που εκδηλώνεται μέσα στον χρόνο και χρησιμοποιεί τον ντετερμινισμό του σύμπαντος χωρίς όμως να ανήκει σε αυτόν. Μόνο στη δεύτερη αυτή περίπτωση είναι δυνατόν να αποδοθεί αξία ή απαξία σε μια πράξη, δηλαδή μόνο με αυτή την έννοια είναι δυνατή μια αξιολογική θεώρηση των ηθών.

Γι’ αυτό η ε. αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της ηθικότητας, ακόμη και στην περίπτωση που η τελευταία αποτελεί με τη σειρά της τη μοναδική εμπειρία που διαθέτουμε για να μπορούμε να σκεφτούμε μια ελεύθερη αιτιότητα.

Σε μια ενδιάμεση τοποθέτηση ανάμεσα στην ε. ως ορθολογική ανάγκη και στην ε. ως απόλυτη ευχέρεια να πράξουμε ή να μην πράξουμε κάτι, βρίσκεται ο αγγλικός εμπειρισμός (Χομπς, Λοκ, Χιουμ, Στιούαρτ Μιλ), ο οποίος αφενός απορρίπτει την αιτιοκρατία ως αλάνθαστη μέθοδο πρόβλεψης της συμπεριφοράς, αφετέρου δεν αποδέχεται την ε. ως αιτία του εαυτού της και δεν τη θεωρεί ασυμβίβαστη με την αιτιότητα των κινήτρων.

Οι συζητήσεις αυτές επηρέασαν και το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, γεγονός που έγινε ολοένα και πιο αντιληπτό ειδικά μετά τη Γαλλική επανάσταση και την περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1789. Ο Μπενζαμέν Κονστάν ήταν εκείνος που αντιπαρέθεσε στην ε. των αρχαίων, δηλαδή στην ε. που θεμελιώνεται στην ένταξη του ατόμου μέσα στο κράτος, την ε. των νεοτέρων ή ελευθερία απέναντι στο κράτος. Σύμφωνα με την τελευταία, το κυρίαρχο αίτημα είναι ο καθορισμός των εγγυήσεων που παραχωρούνται στον πολίτη απέναντι στην κατεστημένη εξουσία.

Είναι φανερό ότι, ενώ η πρώτη μορφή πολιτικής ε. αντιστοιχεί στην έννοια της ε. ως ορθολογικής αναγκαιότητας, η δεύτερη μορφή πλησιάζει μάλλον στην έννοια της ε. ως συμπεριφοράς που εκδηλώνεται χωρίς την παρεμβολή εμποδίων, δηλαδή ως ευχέρειας κάποιος να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Επιστροφή στην ιδέα της ε. ως ορθολογικής αναγκαιότητας και ως ένταξης του ατόμου στην κοινωνία διαπιστώνεται με την εμφάνιση των σοσιαλιστικών θεωριών, που αντέταξαν στην ιδέα των εγγυήσεων και στην τυπολογία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή είχε διατυπωθεί θεωρητικά από τον Λοκ και τον Μοντεσκιέ, την απαίτηση να ληφθεί υπόψη η ιστορική ύλη, δηλαδή η κοινωνική πραγματικότητα, η οποία προσανατολίζει και ρυθμίζει τις πολιτικές μεθόδους, όπως αυτές συνοψίζονται στην έννοια της συναίνεσης.

Οι θεωρίες αυτές επηρέασαν και την πολιτική σκέψη του 20ού αι., στη διάρκεια του οποίου συζητήθηκε και απορρίφθηκε η άμεση ταύτιση μεταξύ πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού (Κρότσε) και επιχειρήθηκε η σύνδεση του προβλήματος της ε. με εκείνο της δικαιοσύνης, καθώς και η διεύρυνση των πλαισίων των παραδοσιακών αστικών και πολιτικών ε.