ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΧΟΥΣΕΡΛ (Edmund Husserl, 1859 – 1938)

Γερμανός φιλόσοφος. Με τη φαινομενολογία του τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεότερης σκέψης, που μετά το τέλος του γερμανικού ιδεαλισμού τείνει να επανεξετάσει και να λύσει το πρόβλημα της σχέσης υποκειμένου - αντικειμένου. Η φιλοσοφία του X. παρουσιάζεται ως το καταστάλαγμα της καρτεσιανής αναζήτησης ενός θεμελίου που να είναι αναμφισβήτητο και πάνω στο οποίο να μπορεί να στηριχθεί η σκέψη: της κατάκτησης της βεβαιότητας της σκέψης, βεβαιότητας που στηρίζεται στον εαυτό της και επιτρέπει στη φιλοσοφία να αναπτυχθεί ως αυστηρή επιστήμη.

Η σκέψη του επηρέασε άμεσα ή έμμεσα όλη την ευρωπαϊκή σκέψη των τελευταίων 50 ετών: από τη σχολή του X. προέρχονται φιλόσοφοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους όσο ο Μάρτιν Χάιντεγκερ και η Έντιθ Στάιν. Αφού αντιστάθηκε στον θετικισμό, ο X. διέκρινε τη σκέψη ως ψυχολογικό γεγονός από τη σκέψη ως λογική διαδικασία που δεν ταυτίζεται ποτέ με το συγκεκριμένο άτομο, αλλά παρουσιάζεται ως ουσία μοναδική και ταυτόσημη, οπουδήποτε και αν εξατομικεύεται.

Αν η φιλοσοφία θέλει να είναι αυστηρή επιστήμη, οφείλει να είναι η λογική εκείνη διαδικασία, όπου τα πράγματα είναι πραγματικά γνωστά. Επιστροφή στα ίδια τα πράγματα σημαίνει επιστροφή στην καθαρή και αρχική εκείνη εμπειρία, στην οποία προσφέρονται τα πράγματα, δηλαδή στην πράξη της γνώσης, ή καλύτερα, της διαίσθησης των ουσιών.

Αλλά το φτάσιμο σε αυτήν την αρχέγονη εμπειρία είναι δυνατό μόνο αν προχωρήσει κανείς πέρα από τα γεγονότα που μπορεί να διαπιστωθούν εμπειρικά, αν μετη φαινομενολογική μέθοδο βάλουμε κατά μέρος, εν παρενθέσει, τον κόσμο όπως μας παρουσιάζεται και με τη διαδικασία αυτή, που ονομάζεται φαινομενολογική αναγωγή, φτάσουμε στις ουσίες. Οι τελευταίες δεν είναι είδος πλατωνικών ιδεών, που έχουν ανεξάρτητη πραγματικότητα, ούτε είναι καρπός ψυχολογικών εμπειριών: είναι ιδεατές μορφές, που δίνονται στη συνείδηση.

Η φαινομενολογική αναγωγή μας μεταφέρει έτσι στη συνείδηση, που δεν είναι αντικείμενο γνώσης, αλλά περιγραφής, ως συνείδηση που έχει άμεση εποπτεία των ουσιών αυτών και μέσω αυτών δίνει ένα νόημα στον κόσμο. Στο κέντρο της σκέψης του X. βρίσκεται η έννοια της σκοπιμότητας την οποία αντλεί, δίνοντάς της νέο περιεχόμενο, από τη σκέψη του Μπρεντάνο, που με τη σειρά του στην ψυχολογία του είχε χρησιμοποιήσει μια κατά παράδοση έννοια της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

Η σκοπιμότητα της συνείδησης είναι η σταθερή τάση της προς κάτι: η συνείδηση επομένως χαρακτηρίζεται από τους τρόπους της εξέλιξής της αυτής. Οι πράξεις της συνείδησης, χαρακτηρίζονται όχι σε σχέση με το αντικείμενό τους, αλλά από την ίδια την κατεύθυνσή τους σε κάτι, από το ότι κατευθύνονται σε κάτι. Σε μια πρώτη φάση ο X. είχε περιοριστεί στο να θεωρεί τη φιλοσοφία ως επιστήμη των ουσιών, αλλά έπειτα, σιγά σιγά, στο κέντρο της φιλοσοφίας του ήρθε η συνείδηση σκοπών.

Κάθε αντικείμενο του κόσμου συνδέεται άμεσα με τη δραστηριότητα της συνείδησης η οποία, διαμέσου της σκοπιμότητας, το συγκροτεί δίνοντάς του μια έννοια. Δεν μπορεί κατά συνέπεια να γίνεται λόγος για ύπαρξη και συνείδηση ως δύο χωριστών πραγματικοτήτων και πολύ λιγότερο για αναγωγή του ενός στο άλλο, αλλά μόνο για ένα συγκεκριμένο συσχετισμό τους μέσα στην ενότητα της εμπειρίας που έχει πραγματοποιηθεί.

Αν θέλουμε πράγματι να γνωρίσουμε την αλήθεια, οφείλουμε να προχωρήσουμε πέρα από τα πράγματα όπως μας παρουσιάζονται από τις θετικές επιστήμες, αποσπασμένα και απομονωμένα από τη ζωντανή πραγματικότητα, και να ανατρέξουμε σε αυτήν: και για να το επιτύχουμε αυτό πρέπει να σταματήσουμε κάθε συζήτηση για τον κόσμο (εποχή), πρέπει να την καταργήσουμε.

Aυτό που απομένει από την κατάργηση αυτή ενός αφηρημένου και κακώς θεωρουμένου ως φυσικού κόσμου είναι η απόλυτη συνείδηση. Εκείνο που διακρίνει εδώ τη φαινομενολογία από κάθε μορφή ιδεαλισμού είναι το γεγονός ότι η συνείδηση δεν παράγει τα αντικείμενά της, αλλά τα εμπεριέχει ως σκοπούς. Και δεν υπάρχει συνείδηση καθ’ εαυτήν, όπως δεν υπάρχει και ον ξένο σε αυτήν, αλλά μόνο ο αλληλοσυσχετισμός τους.